- θριδάκιον
- θρῐδᾰκ-ιον, τό, Dim. of θρίδαξ, Plu.2.349a (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θριδακίου — θριδάκιον neut gen sg θριδακίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίων — θριδάκιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδάκια — θριδάκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδάκι — και θριδάκιο, το (ΑΜ θριδάκιον) [θρίδαξ] μαρουλάκι νεοελλ. 1. (βιοχ.) εκχύλισμα νωπών βλαστών τού καλλιεργούμενου μαρουλιού 2. (φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό τής βρογχίτιδας … Dictionary of Greek